- αἰτίωμα
- αἰτί-ωμα, τό,A = αἰτίαμα, PFay.111 (iA.D.), Act.Ap.25.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιτίωμα — αἰτίωμα, το (Α) [αἰτιῶμαι] απόδοση ενοχής, κατηγορία … Dictionary of Greek
αἰτιώμασιν — αἰτίωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιώματα — αἰτίωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek